- αὐχένων
- αὐχήνneckmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek
λέπαδνο — το (Α λέπαδνον και λέπαμνον) νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζει αρχ. 1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ… … Dictionary of Greek
πολυαύχενος — η, ο / πολυαύχενος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς αυχένες νεοελλ. φρ. «πολυαύχενο όρος» βουνό με πολλούς αυχένες, πολλά διάσελα αρχ. φρ. «πολυαύχενον αἷμα» αίμα που προέρχεται από τη σφαγή πολλών αυχένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αύχενος (<… … Dictionary of Greek
Ελμπούρζ ή Αλμπόρζ — (ElburzAlborz). Ορεινή αλυσίδα (ψηλότερη κορυφή στο όρος Νταμαβάντ, 5.605 μ.) του βορείου Ιράν, με συνολικό μήκος περίπου 900 χλμ. Αποτελεί το νότιο όριο του βαθυπέδου της Κασπίας, που το χωρίζει από το ιρανικό οροπέδιο. Εκτείνεται στο τόξο… … Dictionary of Greek
Λομβαρδία — (Lombardia). Ιστορική γεωγραφική περιοχή και διοικητική διαίρεση (23.857 τ. χλμ., 8.922.463 κάτ. το 2001) της βόρειας Ιταλίας. Είναι η πιο ανεπτυγμένη οικονομικά περιοχή της χώρας και εκτείνεται μέχρι τα ελβετικά σύνορα. Η ξεχωριστή θέση της Λ.,… … Dictionary of Greek
σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… … Dictionary of Greek